-σκόπιο

-σκόπιο
β' συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε -σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β' συνθετικό -σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη συχνότητα στη Νέα Ελληνική σε επιστημονικούς όρους που δηλώνουν το εργαλείο, το όργανο με το οποίο ελέγχονται, εξετάζονται, μελετώνται διάφορα φυσικά φαινόμενα ή όργανα τού σώματος ή γίνονται μετρήσεις μεγεθών. Οι όροι αυτοί ως επί το πλείστον έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. μικρο-σκόπιο < micro-scope, τηλε-σκόπιο < tele-scope).
ΣΥΝΘ. σε -σκόπιο: μετεωροσκόπιο(ν), ωροσκόπιο(ν)
αρχ.
κατασκόπιον, προσκόπιον, υδροσκόπιον
νεοελλ.
αεριοσκόπιο, αεροσκόπιο, αιθριοσκόπιο, αιματοσκόπιο, ανεμοσκόπιο, βαροσκόπιο, βρογχοσκόπιο, βροχοσκόπιο, βυθοσκόπιο, γαλακτοσκόπιο, γαστροσκόπιο, γραφοσκόπιο, γυροσκόπιο, γωνιοσκόπιο, δερματοσκόπιο, διαφανοσκόπιο, ειδωλοσκόπιο, ενδοσκόπιο, ηλεκτροσκόπιο, ηλιοσκόπιο, θερμοσκόπιο, καλειδοσκόπιο, καρδιοσκόπιο, κλισιοσκόπιο, κονιοσκόπιο, λαρυγγοσκόπιο, μεγασκόπιο, μητροσκόπιο, μικροσκόπιο, νεφοσκόπιο, οδοντοσκόπιο, οισοφαγοσκόπιο, οσμοσκόπιο, οφθαλμοσκόπιο, παλμοσκόπιο, περισκόπιο, ρινοσκόπιο, σεληνοσκόπιο, σκιοσκόπιο, σπινθηροσκόπιο, στερεοσκόπιο, στηθοσκόπιο, στοματοσκόπιο, ταχυσκόπιο, τηλεσκόπιο, υγροσκόπιο, φαρυγγοσκόπιο, φασματοσκόπιο, χρονοσκόπιο, χρωματοσκόπιο, ωοσκόπιο, ωτοσκόπιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολωσι(ο)σκόπιο — και πολωσκόπιο, το, Ν φυσ. διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας διαπιστώνεται αν ορισμένο φως είναι φυσικό ή πολωμένο και η οποία βρίσκει εφαρμογή στη φωτοελαστικομετρία για τον εντοπισμό και τον υπολογισμό τών εσωτερικών μηχανικών τάσεων που… …   Dictionary of Greek

  • ζεσεοσκόπιο — το συσκευή με την οποία γίνεται η ζεσεοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + σκόπιο (< σκοπώ) πρβλ. επι δια σκόπιο, μικρο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • κονιοσκόπιο — το όργανο μικροβιολογικής εξέτασης τού κονιορτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + σκόπιο (< σκοπός), πρβλ. γαστρο σκόπιο, ηλεκτρο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • νειλοσκόπιο — το (Α νειλοσκοπεῑον) το νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + σκόπιο / σκοπεῑον (< σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. ωρο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοσκόπιο — το μικρό στρογγυλό κάτοπτρο που χρησιμεύει στην εξέταση τών οργάνων τής στοματικής κοιλότητας και, κυρίως, την ανίχνευση τών χαλασμένων δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σκόπιο (< σκόπος), πρβλ. στοματο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • οινοσκόπιο — το το οινόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σκόπιο (< σκόπος < σκοπώ), πρβλ. στηθο σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • οσμοσκόπιο — (I) το οσμόμετρο (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmoscope < οσμή + σκόπιο (< σκόπος), πρβλ. στηθο σκόπιο]. (II) το βλ. ωσμοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοσκόπιο — το, Ν ειδικό όργανο για την εξέταση τής ευσταχιανής σάλπιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + σκόπιο (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. στηθο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροσκόπιο — το, Ν ιατρ. όργανο με ευαίσθητη μαγνητική βελόνη, κατάλληλο για τη διερεύνηση και την εξακρίβωση τής θέσης εξαιρετικά μικρών τεμαχίων σιδήρου ή χάλυβα μέσα στο μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + σκόπιο (< σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Palmoskopie — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus dem 19. Jahrhundert …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”